ἐπιξύω

ἐπιξύω
ἐπιξύω,
A grate over,

τυρὸν ἐπιξυσθέντα Pl.R.406a

, cf. Arist.HA612b17; scrape the surface of the skull, Hp.VC14.
2. skim over,

γαῖαν Arat.650

.
3. [voice] Pass., to be carved,

εἰκόνες λίθῳ Procop.Aed.1.11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιξύω — ἐπιξύω (Α) [ξύω] 1. ξύνω, τρίβω πάνω σε κάτι («τυρὸν ἐπιξυσθέντα», Πλάτ.) 2. (για το κρανίο) ξύνω την επιφάνεια 3. αγγίζω, ψαύω με κάτι 4. παθ. ἐπιξύομαι χαράζω, εγγλύφω («ἐπιξύομαι εἰκόνας λίθῳ») …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιξύω — Μ [ἐπιξύω] ξύνω επιπρόσθετα την επιφάνεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”